Μετά το πέρας του χειμώνα που ολοκλήρωσε την τρίτη χρονιά του πελοποννησιακού πολέμου, «την εποχή που το στάρι ωρίμαζε», οι Λακεδαιμόνιοι, μαζί με τους συμμάχους τους, εκστρατεύσανε στην Αττική «κι άρχισαν να καταστρέφουν την ύπαιθρο»:
«Αμέσως ύστερα από την εισβολή των Πελοποννησίων στην Αττική αποστάτησε από τους Αθηναίους η Λέσβος, εκτός από τη Μήθυμνα. Είχαν θελήσει να το κάμουν αυτό και πριν αρχίσει ο πόλεμος τούτος, οι Λακεδαιμόνιοι όμως δεν δέχτηκαν την πρότασή τους. Αλλά και τώρα ακόμη αναγκάστηκαν ν’ αποστατήσουν νωρίτερα απ’ ότι σχεδίαζαν. Γιατί περίμεναν να συντελεστεί πρώτα το κλείσιμο των λιμανιών τους με προσχώσεις, να χτιστούν τα τείχη τους και να ναυπηγηθούν καράβια, κι επίσης να τους έρθουν από τον Πόντο τοξότες και στάρι κι όσα άλλα είχαν στείλει να φέρουν από κει». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 2).
Αν αναλογιστούμε ότι η Λέσβος (όπως και η Χίος) θεωρούταν ότι διατηρούσε την ανεξαρτησία της στην αθηναϊκή «συμμαχία» (γεγονός που εξόργισε ακόμη περισσότερο τους Αθηναίους: «Τους κατηγορούσαν, κυρίως, ότι αποστάτησαν μόλο που δεν ήταν, όπως οι άλλοι σύμμαχοι, υποτελείς τους») αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της δυσαρέσκειας απέναντι στην ολοκάθαρη αθηναϊκή ηγεμονία, αφού, ακόμη και τα ευνοημένα μέλη της (όσο μπορούμε να πούμε ότι ισχύει κάτι τέτοιο) σχεδιάζουν να αποστατήσουν. Η επιθυμία τους μάλιστα είναι τόσο έντονη, που ξεκινούν τις επαναστατικές διαδικασίες προτού ολοκληρώσουν τις απαραίτητες οργανωτικές μέριμνες. Η πεποίθησή τους ότι οι Αθηναίοι, εξασθενημένοι από το σπαρτιατικό σφυροκόπημα της αττικής υπαίθρου και κυρίως από το λιμό, δεν θα μπορέσουν να αντιδράσουν στα σχέδιά τους, τους δίνει σιγουριά. Και πράγματι οι Αθηναίοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, αφού και τα οικονομικά τους ήταν επιβαρυμένα και είχαν τρομερές απώλειες από το λιμό, συνθήκες σχεδόν απαγορευτικές για να ανοίξουν καινούργια μέτωπα. Γι’ αυτό κι όταν πληροφορήθηκαν τα καθέκαστα στη Λέσβο δεν τα πίστευαν, περισσότερο επειδή δεν ήθελαν να τα πιστέψουν, κι έστειλαν πρέσβεις για να βεβαιωθούν. Αυτό, βέβαια, που προξενεί εντύπωση είναι η αμεσότητα της πληροφόρησής τους: «Οι Τενεδιοί όμως, που ήταν εχθροί τους, οι Μηθυμναίοι, κι ακόμη μερικοί απ’ τους ίδιους τους Μυτιληνιούς, που ενεργούσαν για λογαριασμό τους, ανήκαν σε αντίπαλη πολιτική μερίδα κι ήταν πρόξενοι των Αθηναίων, έστειλαν μήνυμα στην Αθήνα, καταγγέλλοντας ότι οι Μυτιληνιοί συγκεντρώνουν με τη βία στη Μυτιλήνη τους κατοίκους ολόκληρου του νησιού, ότι σε συνεννόηση με τους Λακεδαιμονίους και τους ομόφυλούς τους Βοιωτούς ετοιμάζονται βιαστικά ν’ αποστατήσουν κι ότι αν οι Αθηναίοι δεν προλάβουν την κατάσταση θα χάσουν τη Λέσβο». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 2).
Μετά τις αποκαλύψεις αυτές του Θουκυδίδη, η ενότητα των Μυτιληναίων γίνεται κομμάτια καθώς καθίσταται σαφές ότι η αποστασία, αν και εξέφραζε βέβαια την οργή του λαού για την αθηναϊκή επιβολή, ήταν ξεκάθαρα πατροναρισμένη από συγκεκριμένα πολιτικά συμφέροντα, γεγονός που την μετατρέπει σε εργαλείο πολιτικής ισχύος και την καταδικάζει εξ’ αρχής, αφού, επί της ουσίας, δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση. Η επιλογή να σταλθούν πρέσβεις στους Σπαρτιάτες για βοήθεια δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά έναν νέο κύκλο εξάρτησης με άλλο αφεντικό. Όμως αυτή η αλλαγή αφεντικού θα σηματοδοτούσε, με τρόπο αυτονόητο, και την αλλαγή των ντόπιων αφεντικών που θα διαχειρίζονται την εξουσία. Κι αυτό ακριβώς είναι το νόημα των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων των αδύναμων, που σε τελική ανάλυση δεν παλεύουν για ουσιαστική ελευθερία, αλλά για την εξυπηρέτηση των ιδίων συμφερόντων των πολιτικών εκφραστών, οι οποίοι γνωρίζουν καλά ότι η εξάρτηση δεν είναι δυνατό να εκλείψει. Οι ολιγαρχικοί, εκμεταλλευόμενοι την οργή του λαού από τη «δημοκρατική» αθηναϊκή εξάρτηση, δυναμιτίζουν το κλίμα κι επιδιώκουν την εμπλοκή της ολιγαρχικής Σπάρτης, που θα τους φέρει στην εξουσία. Οι δημοκρατικοί ειδοποιούν αμέσως τους Αθηναίους για να προλάβουν τους αντιπάλους τους. Οι ντόπιοι «κομματάρχες» παίζουν καλά το ρόλο τους γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι τη λύση θα τη δώσουν μόνο τα μεγάλα αφεντικά κι ότι οι ίδιοι δεν έχουν παρά να προβούν έγκαιρα στις απαιτούμενες διαμεσολαβήσεις. Το σκηνικό αυτό βλέπουμε να επαναλαμβάνεται σε πολλές περιπτώσεις με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εκείνο του Άργους και κυρίως της Κέρκυρας, όπου ξέσπασε ο πιο αδυσώπητος εμφύλιος πόλεμος που γνώρισε ποτέ η αρχαιότητα. (Εμφύλιος με τη στενή έννοια της πόλης – κράτους). Κι αυτή ακριβώς είναι η πεμπτουσία του επεκτατισμού, που είναι αδύνατο να νοηθεί χωρίς τον έλεγχο της εξουσίας όλων των περιοχών που τελούν υπό υποτέλεια. Γιατί το προτεκτοράτο δεν είναι τίποτε άλλο από την επιβολή της ισχύος που ματαιώνει όλες τις πολιτικές ελευθερίες, αφού καμιά ντόπια εξουσία δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί, παρά μόνο αν απευθυνθεί στο αντίπαλο δέος, γεγονός που ουδόλως αλλάζει την ουσία. Κάπως έτσι στήνεται και ο μηχανισμός που εκτρέφει και τους ανάλογους πολιτικούς, που οφείλουν να υπερασπίζονται πρώτα τα συμφέροντα της ισχύος που τους στηρίζει.
Όταν οι Αθηναίοι έφτασαν στη Μυτιλήνη με σαράντα πλοία, οι Μυτιληναίοι ήρθαν σε αμηχανία: «Οι Μυτιληνιοί, απροετοίμαστοι και αναγκασμένοι ξαφνικά να πολεμήσουν, βγήκαν με τα καράβια τους σε μικρή απόσταση απ’ το λιμάνι για να ναυμαχήσουν. Επειδή όμως τα αθηναϊκά καράβια τους κυνήγησαν, άρχισαν αμέσως τις διαπραγματεύσεις με τους στρατηγούς, επιδιώκοντας να απαλλαγούν, αν μπορούσαν, τη στιγμή εκείνη από την παρουσία του αθηναϊκού στόλου, κλείνοντας κάποια συμφωνία με όρους επιεικείς. Οι Αθηναίοι στρατηγοί δέχτηκαν τις προτάσεις τους, επειδή κι εκείνοι φοβούνταν μήπως δε θα ‘ταν σε θέση να πολεμήσουν εναντίον ολόκληρης της Λέσβου». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 4). Έστειλαν λοιπόν αντιπροσώπους στην Αθήνα για να διαπραγματευτούν, αλλά ταυτόχρονα, έστειλαν κρυφά πρέσβεις και στη Σπάρτη, μήπως τους πείσουν να στείλουν βοήθεια. Οι πρέσβεις από την Αθήνα γύρισαν άπρακτοι: «Όταν οι πρέσβεις που είχαν πάει στην Αθήνα γύρισαν άπραχτοι, οι Μυτιληνιοί κι όλη η άλλη Λέσβος – εκτός από τα Μήθυμνα – άρχισαν τον πόλεμο». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 5). Οι πρέσβεις όμως που στάλθηκαν στους Πελοποννήσιους, είχαν αποτελέσματα, αφού, εξηγώντας την κατάσταση των Αθηναίων, (εξάντληση από το λιμό και τον πολυμέτωπο πόλεμο), κατάφεραν να πείσουν ότι δεν έχουν δυνάμεις για να υπερασπιστούν τη Λέσβο. Φυσικά, ζήτησαν βοήθεια και υποσχέθηκαν ότι θα είναι με το πλευρό τους: «Οι Λακεδαιμόνιοι και οι άλλοι σύμμαχοι, όταν τους άκουσαν, δέχτηκαν τις προτάσεις τους και καλωσόρισαν τους Λεσβίους στη Συμμαχία τους». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 15).
Από την άλλη, οι Αθηναίοι έδρασαν άμεσα: «Μετακινήσανε το στόλο τους στα νότια της Μυτιλήνης, στήσανε δυο οχυρωμένα στρατόπεδα, ένα σε κάθε πλευρά της πόλης, κι έκαμαν αποκλεισμό και των δύο λιμανιών. Έτσι εμπόδισαν τους Μυτιληνιούς από τη χρήση της θάλασσας. Στο μεγαλύτερο όμως μέρος της στεριάς οι Μυτιληνιοί και οι άλλοι Λέσβιοι, που είχαν τρέξει σε βοήθειά τους, κυριαρχούσαν, εκτός από μια μικρή περιοχή γύρω από τα δυο στρατόπεδα που την κρατούσαν οι Αθηναίοι». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 6). «Όταν οι Αθηναίοι έμαθαν αυτά, ότι δηλαδή οι Μυτιληνιοί κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο κι ότι οι στρατιώτες τους δεν ήταν αρκετοί για να τους εμποδίσουν από τούτο, έστειλαν, στις αρχές του φθινοπώρου, το στρατηγό Πάχη του Επικούρου με χίλιους Αθηναίους οπλίτες. Οι οπλίτες αυτοί, που κωπηλατούσαν οι ίδιοι στο ταξίδι, μόλις έφτασαν, απόκλεισαν τη Μυτιλήνη μ’ ένα απλό κυκλικό τείχος». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 18). Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, επειδή κατάλαβαν ότι οι Λακεδαιμόνιοι θα κάνουν εκστρατεία εναντίον της Αττικής για να τους αναγκάσουν να εγκαταλείψουν, λόγω έλλειψης δυνάμεων, την Μυτιλήνη, έδρασαν πρώτοι: «Αρμάτωσαν εκατό καράβια, επανδρώνοντάς τα με Αθηναίους πολίτες (εκτός από ιππείς και πεντακοσιομεδίμνους) και μετοίκους, κι αφού αρμένισαν κοντά στον Ισθμό, έκαναν επίδειξη της δύναμής τους και πραγματοποιούσαν αποβάσεις σε διάφορες ακτές της Πελοποννήσου, σε όποιο σημείο ήθελαν». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 16).
Οι Λακεδαιμόνιοι βρέθηκαν σε αμηχανία μπροστά στις ανεξάντλητες δυνάμεις των Αθηναίων. Κατάλαβαν ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα, όπως τα περιέγραφαν οι Μυτιληνιοί πρέσβεις. Τελικά αποφάσισαν να στείλουν ναυτικό, σαράντα καράβια που ετοίμασαν οι σύμμαχοι, με ναύαρχο τον Αλκίδα. Ο Αλκίδας όμως, ο οποίος έτσι κι αλλιώς είχε καθυστερήσει πολύ, δεν βοήθησε στο ελάχιστο τη Μυτιλήνη, αφού περισσότερο μερίμνησε την αποφυγή οποιασδήποτε σύγκρουσης με τους Αθηναίους παρά το πως θα τους νικήσει. Ο Πάχης, όταν πληροφορήθηκε τον ερχομό του, τον καταδίωξε μέχρι την Πάτμο και γύρισε πίσω επειδή δεν τον προλάβαινε. Η υπόθεση της Μυτιλήνης είχε ξεκαθαρίσει: «Οι ολιγαρχικοί, που ήταν στα πράγματα, επειδή κατάλαβαν ότι και τη δύναμη να τους εμποδίσουν δεν είχαν κι ότι αν έμεναν έξω από τις διαπραγματεύσεις θα κιντύνευαν, συνθηκολόγησαν, μαζί με τους δημοκρατικούς, με τον Πάχη και το στρατό του. Οι όροι ήταν: οι Αθηναίοι είχαν το δικαίωμα ν’ αποφασίσουν ό,τι ήθελαν για την τύχη των Μυτιληνιών, οι οποίοι θα δέχονταν τον αθηναϊκό στρατό στην πόλη τους, θα έστελναν όμως πρεσβεία στην Αθήνα για να τους υπερασπιστεί. Ως το γυρισμό της πρεσβείας, ο Πάχης δε θα είχε το δικαίωμα ούτε να φυλακίσει ούτε να κάμει δούλο ούτε να σκοτώσει κανένα Μυτιληνιό. Αυτοί ήταν οι όροι της συνθηκολόγησης. Όσοι όμως απ’ τους Μυτιληνιούς είχαν πρωτοστατήσει στις μυστικές συνεννοήσεις με τους Λακεδαιμονίους ήταν φοβισμένοι, κι όταν ο στρατός μπήκε στην πόλη, δεν κρατήθηκαν, αλλά πήγαν και κάθισαν ικέτες στους βωμούς». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 28).
Έτσι ξεδιπλώνεται η μοίρα των προτεκτοράτων από το 428 π.Χ. Είναι η μοίρα των αδύναμων που η πιο μεγάλη τους επανάσταση είναι η διεκδίκηση αλλαγής αφεντικού. Που διαρκώς εκλιπαρούν και διαρκώς ελπίζουν. Που ταυτίζουν την υποταγή με τη σωφροσύνη. Που είναι καταδικασμένοι να εξαρτώνται από άλλους. Γιατί την ιστορία δεν την κινεί ούτε το δίκαιο, ούτε η ισότητα, ούτε ο σεβασμός, ούτε τίποτε απ’ αυτά, αλλά ο νόμος του ισχυρού που επιβάλλεται με στρατιωτικούς, δηλαδή οικονομικούς όρους. Η πολιτική σκηνή των προτεκτοράτων είναι ο λαϊκισμός της καλυμμένης (αλλά ξεκάθαρης) εξάρτησης, που όλα τα ρυθμίζει και ποτέ δεν αποκαλύπτεται. Η επιλογή αφεντικού είναι ανάλογη με τα συμφέροντα της ντόπιας κομματαρχίας (και το ανάποδο), δηλαδή η πολιτική σκηνή ρυθμίζεται από ξένους παράγοντες. Μοιραία ο κόσμος διασπάται. Πολλές φορές φανατίζεται. Σε κάθε περίπτωση εξυπηρετεί ξένα συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση βγαίνει ζημιωμένος. Οι Αθηναίοι, εξοργισμένοι από την αποστασία της Μυτιλήνης αποφασίζουν να σκοτώσουν όλους τους ενήλικες και να πουλήσουν τα γυναικόπαιδα στα σκλαβοπάζαρα. Όμως, την επόμενη μέρα, αφού ξεκίνησε το καράβι που μετέφερε τη θλιβερή εντολή, μετάνιωσαν. Μετά από θυελλώδη συνέλευση αποφάσισαν την ανάκληση της απόφασης. Έστειλαν αμέσως δεύτερο καράβι, με σκοπό να προλάβει το πρώτο. Σαν σε κινηματογραφική συμβατικότητα «το πρώτο έφτασε τόσο μονάχα πιο μπροστά όσο χρειαζόταν ο Πάχης να διαβάσει το ψήφισμα και να ετοιμαστεί να εκτελέσει τα αποφασισμένα. Τότε το δεύτερο κατάφτασε στο λιμάνι κι εμπόδισε την καταστροφή». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 49).
Όσο για τους όρους, που τελικά επέβαλαν οι Αθηναίοι, συνοψίζονται στα εξής:: «Τους άλλους Μυτιληνιούς, τους οποίους ο Πάχης είχε στείλει στην Αθήνα ως πρωταίτιους της αποστασίας, οι Αθηναίοι, σύμφωνα με πρόταση του Κλέωνα, τους θανάτωσαν. Γκρέμισαν επίσης τα τείχη της Μυτιλήνης και πήραν τα καράβια της. Ύστερα, αντί να επιβάλουν φόρο στους Λεσβίους, διαίρεσαν τη γη του νησιού – εκτός από εκείνη που ανήκε στους Μηθυμναίους – σε τρεις χιλιάδες κλήρους. Τριακόσιους απ’ αυτούς ξεχώρισαν κι αφιερώσανε στους θεούς και τους υπόλοιπους τους μοίρασαν με λαχνό σε Αθηναίους κληρούχους που τους έστειλαν στο νησί. Οι Λέσβιοι ανάλαβαν απέναντι στους κληρούχους αυτούς να πληρώνουν για κάθε κλήρο δυο μνες το χρόνο και καλλιεργούσαν οι ίδιοι τη γη τους. Πήραν επίσης οι Αθηναίοι και τις μικρές πόλεις που εξουσίαζαν οι Μυτιληνιοί στην αντικρινή στεριά, κι έγιναν αυτές από τότε υπήκοοι των Αθηναίων. Έτσι συνέβηκαν τα γεγονότα της Λέσβου». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 50).
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Α. ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΣ, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ Ά έκδοση 1985
theancientwebgreece.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου