«Προσπαθώντας ο λαός να αποφύγει τον καπνό της υποταγής του σε ελεύθερους πέφτει στη φωτιά της υποδούλωσης σε δούλους». – Πλάτων, Πολιτεία 569c
Μπορεί να το ‘χω πάθει μόνο εγώ, δεν ξέρω, αλλά τα τελευταία χρόνια αισθάνομαι σαν να ζω σε βάρκα. Όλα όσα ακούω και διαβάζω, αργά ή γρήγορα μου προκαλούν έναν ίλιγγο, όχι κανονικό, έναν ίλιγγο εσωτερικό και νομίζω πως προσπαθώντας να ταξινομήσω τις πληροφορίες που δέχομαι, σκέφτομαι «παραπατώντας». Σαν να’χουν όλοι άδικο και όλοι δίκιο!
Έτσι, από καιρό σε καιρό κατεβάζω τα στόρια και κλείνω όλες τις πληροφορίες έξω από το μυαλό μου (βέβαια, πάντα κάποιες τρυπώνουν από κάπου) και εκείνες τις στιγμές αναζητώ την πάθηση που κρύβεται πίσω από αυτόν τον ίλιγγο. Νομίζω πως πρόκειται για «βαρυστομαχιά», υπερβολική ποσότητα πληροφορίας σε συνδυασμό με κάποιας μορφής δηλητηρίαση από κακή μίξη συστατικών. Αλλά πάλι, δεν σκαμπάζω από χημεία, είμαι κατευθύνσεως θεωρητικής και θεωρητικώς θα προσεγγίσω το φαινόμενο.
Όχι πως έχω να πω κάτι πρωτότυπο και εντυπωσιακό, μία επανάληψη θα κάνω σε εκείνο που είναι γνωστό σε όσους αγαπούν τον Πλάτωνα, αλλά άγνωστο στους αμύητους, καθώς είναι ένα από εκείνα τα αποσπάσματα που το εκπαιδευτικό μας σύστημα αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι, για λόγους που θα καταλάβετε ή τουλάχιστον θα υποψιαστείτε.
Είναι ένα απόσπασμα από την Πολιτεία του Πλάτωνα, ένα υπέροχο βιβλίο, το οποίο, αντίθετα με ό, τι ισχυρίζονται πολλοί, δεν παρουσιάζει το σχέδιο για μία πόλη που ήθελε τάχα να ιδρύσει ο φιλόσοφος. Το κεντρικό θέμα του έργου είναι «Περί δικαιοσύνης» και η περιγραφή των νόμων της ιδανικής πολιτείας είναι μία προσπάθεια περιγραφής, μέσω υλικών και άρα κατανοητών πραγμάτων, της ανθρώπινης ψυχής που διέπεται από δικαιοσύνη. Κάτι που δεν καταλαβαίνει κανείς με μία πρόχειρη ανάγνωση, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την Ιλιάδα του Ομήρου, για την οποία οι περισσότεροι νομίζουν πως το θέμα της είναι ο Τρωικός Πόλεμος. Αλλά δεν είναι, αφού σαφώς ο ποιητής εξηγεί από την αρχή πως πρόκειται να πραγματευτεί την τσαντίλα του Αχιλλέα. Αλλά εδώ το θέμα μας είναι άλλο.
Είναι ο κορεσμός που προκαλεί ίλιγγο, που λέγαμε στην αρχή. Υπάρχει, λοιπόν, ένα απόσπασμα στην Πολιτεία, στο οποίο ο Πλάτων εξετάζει την ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου που ανατράφηκε σε μία δημοκρατία και τους κινδύνους που ελλοχεύουν γι’ αυτόν.
Ο τύπος του «δημοκράτη» είναι μία ιδιαιτέρως δύσκολη περίπτωση, κυρίως επειδή σε αυτόν συνυπάρχουν όλα τα άλλα πολιτεύματα μαζί που τον τραβάνε πότε από εδώ και πότε από εκεί.
«… περνά τη ζωή του ικανοποιώντας πότε τη μία και πότε την άλλη επιθυμία, όπως του ’ρχεται, πότε μεθώντας με κρασί και με τους ήχους του αυλού, άλλοτε πίνοντας μόνο νεράκι , προσπαθώντας να αδυνατίσει, άλλοτε πάλι γυμνάζοντας το κορμί του, άλλοτε μη κάνοντας τίποτα και αδιαφορώντας για τα πάντα, κι άλλοτε παριστάνοντας πως ασχολείται τάχα με τη φιλοσοφία.»
Αυτός ο κυκλοθυμικός και μάλλον κακομαθημένος τύπος, ζώντας σε μία δημοκρατία, εμπλέκεται κάποτε στην πολιτική, αποφασίζει για τη ζωή τη δική του και των συμπολιτών του, έχει προνόμια που κανένα άλλο πολίτευμα δεν παρέχει, αλλά δεν φαίνεται να έχει την ικανότητα να τα διαχειριστεί ορθά.
Όποτε του κάνει κέφι, εισέρχεται στην πολιτική σκηνή «καὶ ἀναπηδῶν ὅ,τι ἄν τύχει λέγει τε καὶ πράττει»·
Αυτός ο χαριτωμένος κωλοτούμπας, «αν προς στιγμήν νιώσει θαυμασμό για κάποιους στρατιωτικούς, στρέφεται προς τα εκεί, αν πάλι του γυαλίσουν τίποτα επιχειρηματίες, στρέφεται προς τη δική τους δραστηριότητα και «ούτε υπάρχει τάξη καμία στη ζωή του ούτε εσωτερική συνοχή, αλλά χαρακτηρίζοντας αυτή τη ζωή γλυκιά, ελεύθερη και τρισευτυχισμένη, δεν την αλλάζει με τίποτα.»
Κι ενώ σε προσωπικό επίπεδο μια τέτοια ποικιλία μοιάζει σαν μία γοητευτική, ατέλειωτη εφηβεία που επιτρέπει τη δοκιμή και το πείραμα, όταν κανείς συνειδητοποιήσει πως ένα κράτος οφείλει κάποτε να ενηλικιωθεί, αντιλαμβάνεται την ανησυχία του Πλάτωνα. Και πριν βιαστείτε να τον χαρακτηρίσετε φασίστα, που είναι και «τρέντι», σπεύδει να εξηγήσει πως αυτό που περιγράφει είναι ο χαρακτήρας που αποκτά κάποιος σε μία δημοκρατία που έχασε το μέτρο. Διότι, όπως ακριβώς μία ολιγαρχία φθείρεται και νομοτελειακά καταστρέφεται από την απληστία για πλούτο, έτσι η δημοκρατία αρρωσταίνει και αργοπεθαίνει όταν προσβληθεί από την απληστία για ελευθερία.
Όταν η δημοκρατία προσβληθεί από την ασθένεια αυτή, οι ψυχές των πολιτών γίνονται υπερευαίσθητες και αντιδρούν υπερβολικά και στην υποψία ακόμα περιορισμού του οτιδήποτε. Ο ευαίσθητος πολίτης αγανακτεί με το παραμικρό και επαναστατεί εναντίον εκείνου που τολμά να θέσει όρια, μηδέ του νόμου εξαιρουμένου! Ναι, ο δημοκράτης, όταν ασθενήσει από απληστία ελευθερίας, στρέφεται εναντίον του νόμου, που είναι το υπέρτατο αγαθό της δημοκρατίας, για το οποίο ο λαός πρέπει να μάχεται όπως για τα τείχη του, όπως είχε πει νωρίτερα κι ο παππούς Ηράκλειτος.
Η ασθένεια φτάνει στο τελευταίο στάδιο και η πολιτεία μετατρέπεται σε παρδαλό κατσίκι, που σαν μεθυσμένο αλλού πατά κι αλλού βρίσκεται. Κι εκτός αυτού, η αλόγιστη σπατάλη που απαιτείται για τέτοια καλοπέραση, αναγκαστικά οδηγεί στη χρεοκοπία, εξηγεί ο φιλόσοφος.
Η τελευταία κίνηση των ηγετών της άρρωστης αυτής δημοκρατίας είναι να καλοπιάσουν το πλήθος συντηρώντας τις συνήθειες που είχαν τον καλό καιρό. Έτσι, παίρνουν από αυτούς που έχουν και τα μοιράζουν σε αυτούς που δεν έχουν. Και όχι μόνο σε αυτούς που δεν έχουν λόγω ατυχίας, αλλά και σε εκείνους που δεν έχουν επειδή σπατάλησαν την περιουσία τους κι επειδή δεν θέλουν να εργάζονται (λέει ο Πλάτων). Η δικαιοσύνη πέθανε και κανένας δημοκράτης δεν την έκλαψε, διότι αυτή η αναδιανομή του πλούτου, όπως θα λέγαμε σήμερα, φαντάζει φυσιολογική σε εκείνον που δεν έμαθε να τον παράγει, αλλά ξέρει πώς να τον καταναλώνει (λέω εγώ). Όπως και να’ χει και τούτα τα αγαθά θα σπαταληθούν και θα τελειώσουν.
Κι επειδή η υπερβολή ενός πράγματος ζει αγκαλιασμένη με την υπερβολή του αντιθέτου της, η άκρατη ελευθερία δημιουργεί το κατάλληλο έδαφος για την επέλαση των ευαγγελιστών της απόλυτης δουλείας. Οι δημαγωγοί, οι κόλακες του λαού, που έχει κουραστεί να παραπατάει σαν μεθυσμένος και ψάχνει τοίχο ν’ ακουμπήσει, κάνουν την εντυπωσιακή τους εμφάνιση. Τάζουν την θεραπεία, κι οι πολίτες που κουράστηκαν από τα εφηβικά σουλάτσα, τους πιστεύουν και από κυρίαρχοι της πολιτείας μετατρέπονται σε χειροκροτητές.
Έτσι προκύπτει ο ηγέτης μέσα από «τα σπλάχνα του λαού», ένας δημαγωγός, που θα επιδιώξει να γίνει ο εκπρόσωπός του αδικημένου λαού και ο σωτήρας τους. Και σε τούτη τη κρίσιμη στιγμή, λέει ο Πλάτων, είναι αναπόφευκτο και μοιραίο, αυτός ο άνθρωπος, αν δεν εξολοθρευτεί εγκαίρως από τους αντιπάλους του να γίνει τύραννος. Προκειμένου να ενδυναμώσει την εξουσία του, ο νέος αυτός λαοφιλής ηγέτης, στην αρχή (λέει ο Πλάτων) παρουσιάζεται ως θύμα! Ζητά την προστασία του λαού, επειδή τάχα κινδυνεύει η ζωή του (στην αρχαία Αθήνα ζητούσε από τη εκκλησία του Δήμου να του εξασφαλίσει οπλισμένους σωματοφύλακες, διότι τάχα κινδύνευε η ζωή του από τους πολιτικούς αντιπάλους. Ο Πεισίστρατος είχε μάλιστα αυτοτραυματιστεί για να γίνει πειστικός. Και τα κατάφερε!).
Ενώ λοιπόν, ο νέος λαϊκός ήρωας διαθέτει πλέον την προσωπική του ένοπλη φρουρά, η τυραννία αρχίζει να εγκαθίσταται, αν και ο κόσμος δεν το έχει καταλάβει ακόμα. Στην αρχή είναι προσηνής, φιλικός και χαμογελαστός με όλους. Μοιράζει υποσχέσεις, χαρίζει χρέη, αναδιανέμει τη γη υπέρ των φτωχών και όλοι πείθονται ότι πρόκειται για έναν πονόψυχο και δίκαιο άνθρωπο.
Αφού όμως θα έχει παραλάβει «καμμένη γη», κάπως πρέπει να βρει χρήματα. Σύντομα, συνεχίζει ο Πλάτων, θα στρέψει τον κόσμο εναντίον εκείνων που έχουν περιουσίες. Αυτοί όμως, οι έχοντες, οι πρώην παραγωγοί του πλούτου, όσοι προλάβουν, θα εξαφανιστούν από τον τόπο αυτόν και όσοι δεν προλάβουν θα εξολοθρευτούν ως αντιφρονούντες, εφόσον βέβαια αρνούνται να παραδώσουν την περιουσία που τους ανήκει. Όπως καταλαβαίνετε, η χώρα αυτή έχει πια οδηγηθεί σε οικονομική καταστροφή κι εμφύλιο πόλεμο.
Στη συνέχεια, ο Πλάτων εξετάζει και άλλα τερτίπια του τυραννικού καθεστώτος, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο και αυτό με τη σειρά του φθείρεται και παρακμάζει. Αλλά εμείς δεν είμαστε ακόμα εκεί και ας ευχηθούμε να μην φτάσουμε. Ή μάλλον, ας κάνουμε ό, τι μπορούμε να μην φτάσουμε. Ας μην αφήσουμε τα εφηβικά σύνδρομα της στρεβλής δημοκρατίας που δημιουργήσαμε να μας αφανίσουν. Η δημοκρατία είναι το πιο ιδιότροπο, το πιο δύσκολο πολίτευμα. Γιατί είναι το μόνο που χρειάζεται ενεργούς και σώφρονες πολίτες για να λειτουργήσει. Και είναι φιλάσθενο, καθώς η ελευθερία είναι γλυκιά και εύκολα μας παρασύρει στην υπερβολή που τελικά θα μας τη στερήσει.
Διαβάζω αυτό το απόσπασμα, στο τέλος του Η’ βιβλίου της Πολιτείας, κάθε φορά που νιώθω αυτόν τον ίλιγγο που προκαλεί μία δημοκρατία, η οποία δεν βρίσκει τα όριά της. Κι όταν οι πολλές πληροφορίες μου προκαλούν σύγχυση και δεν ξέρω κατά πού να στρέψω το κεφάλι, τραβάω την κουρτίνα της επικαιρότητας και αφήνω τον αρχαίο τούτο σοφό να μου υπενθυμίσει πως το δίκιο δεν μπορεί να βρίσκεται σε αυτούς που «χαρακτηρίζουν τη αιδώ ηλιθιότητα και την απωθούν με τρόπο εξευτελιστικό από την ψυχή. Αυτοί που αποκαλούν τη σωφροσύνη ανανδρία και την ξεριζώνουν με βία. Αυτοί που πείθουν τον κόσμο πως η αυτοσυγκράτηση και το πνεύμα οικονομίας είναι συμπεριφορά χωριάτη και τσιγκουνιά, και τα εξαφανίζουν πίσω από ένα πλήθος άχρηστες επιθυμίες».
Κι όταν συνέρχομαι από τον ίλιγγο, αφιερώνω λίγο χρόνο να συλλογιστώ πώς στην ευχή θα πάψουμε να αποτελούμε μία κοινωνία που «καθόλου δεν νοιάζεται να μάθει με τι είχε ασχοληθεί ετούτος που τώρα εισέρχεται στην πολιτική, αλλά τον εμπιστεύεται, αρκεί μόνο να δηλώσει πως είναι με το μέρος του λαού».
Κι αρχίζει πάλι ο ίλιγγος…
Από Σκεπτέον Εστί
«… περνά τη ζωή του ικανοποιώντας πότε τη μία και πότε την άλλη επιθυμία, όπως του ’ρχεται, πότε μεθώντας με κρασί και με τους ήχους του αυλού, άλλοτε πίνοντας μόνο νεράκι , προσπαθώντας να αδυνατίσει, άλλοτε πάλι γυμνάζοντας το κορμί του, άλλοτε μη κάνοντας τίποτα και αδιαφορώντας για τα πάντα, κι άλλοτε παριστάνοντας πως ασχολείται τάχα με τη φιλοσοφία.»
Αυτός ο κυκλοθυμικός και μάλλον κακομαθημένος τύπος, ζώντας σε μία δημοκρατία, εμπλέκεται κάποτε στην πολιτική, αποφασίζει για τη ζωή τη δική του και των συμπολιτών του, έχει προνόμια που κανένα άλλο πολίτευμα δεν παρέχει, αλλά δεν φαίνεται να έχει την ικανότητα να τα διαχειριστεί ορθά.
Όποτε του κάνει κέφι, εισέρχεται στην πολιτική σκηνή «καὶ ἀναπηδῶν ὅ,τι ἄν τύχει λέγει τε καὶ πράττει»·
Αυτός ο χαριτωμένος κωλοτούμπας, «αν προς στιγμήν νιώσει θαυμασμό για κάποιους στρατιωτικούς, στρέφεται προς τα εκεί, αν πάλι του γυαλίσουν τίποτα επιχειρηματίες, στρέφεται προς τη δική τους δραστηριότητα και «ούτε υπάρχει τάξη καμία στη ζωή του ούτε εσωτερική συνοχή, αλλά χαρακτηρίζοντας αυτή τη ζωή γλυκιά, ελεύθερη και τρισευτυχισμένη, δεν την αλλάζει με τίποτα.»
Κι ενώ σε προσωπικό επίπεδο μια τέτοια ποικιλία μοιάζει σαν μία γοητευτική, ατέλειωτη εφηβεία που επιτρέπει τη δοκιμή και το πείραμα, όταν κανείς συνειδητοποιήσει πως ένα κράτος οφείλει κάποτε να ενηλικιωθεί, αντιλαμβάνεται την ανησυχία του Πλάτωνα. Και πριν βιαστείτε να τον χαρακτηρίσετε φασίστα, που είναι και «τρέντι», σπεύδει να εξηγήσει πως αυτό που περιγράφει είναι ο χαρακτήρας που αποκτά κάποιος σε μία δημοκρατία που έχασε το μέτρο. Διότι, όπως ακριβώς μία ολιγαρχία φθείρεται και νομοτελειακά καταστρέφεται από την απληστία για πλούτο, έτσι η δημοκρατία αρρωσταίνει και αργοπεθαίνει όταν προσβληθεί από την απληστία για ελευθερία.
Όταν η δημοκρατία προσβληθεί από την ασθένεια αυτή, οι ψυχές των πολιτών γίνονται υπερευαίσθητες και αντιδρούν υπερβολικά και στην υποψία ακόμα περιορισμού του οτιδήποτε. Ο ευαίσθητος πολίτης αγανακτεί με το παραμικρό και επαναστατεί εναντίον εκείνου που τολμά να θέσει όρια, μηδέ του νόμου εξαιρουμένου! Ναι, ο δημοκράτης, όταν ασθενήσει από απληστία ελευθερίας, στρέφεται εναντίον του νόμου, που είναι το υπέρτατο αγαθό της δημοκρατίας, για το οποίο ο λαός πρέπει να μάχεται όπως για τα τείχη του, όπως είχε πει νωρίτερα κι ο παππούς Ηράκλειτος.
Η ασθένεια φτάνει στο τελευταίο στάδιο και η πολιτεία μετατρέπεται σε παρδαλό κατσίκι, που σαν μεθυσμένο αλλού πατά κι αλλού βρίσκεται. Κι εκτός αυτού, η αλόγιστη σπατάλη που απαιτείται για τέτοια καλοπέραση, αναγκαστικά οδηγεί στη χρεοκοπία, εξηγεί ο φιλόσοφος.
Η τελευταία κίνηση των ηγετών της άρρωστης αυτής δημοκρατίας είναι να καλοπιάσουν το πλήθος συντηρώντας τις συνήθειες που είχαν τον καλό καιρό. Έτσι, παίρνουν από αυτούς που έχουν και τα μοιράζουν σε αυτούς που δεν έχουν. Και όχι μόνο σε αυτούς που δεν έχουν λόγω ατυχίας, αλλά και σε εκείνους που δεν έχουν επειδή σπατάλησαν την περιουσία τους κι επειδή δεν θέλουν να εργάζονται (λέει ο Πλάτων). Η δικαιοσύνη πέθανε και κανένας δημοκράτης δεν την έκλαψε, διότι αυτή η αναδιανομή του πλούτου, όπως θα λέγαμε σήμερα, φαντάζει φυσιολογική σε εκείνον που δεν έμαθε να τον παράγει, αλλά ξέρει πώς να τον καταναλώνει (λέω εγώ). Όπως και να’ χει και τούτα τα αγαθά θα σπαταληθούν και θα τελειώσουν.
Κι επειδή η υπερβολή ενός πράγματος ζει αγκαλιασμένη με την υπερβολή του αντιθέτου της, η άκρατη ελευθερία δημιουργεί το κατάλληλο έδαφος για την επέλαση των ευαγγελιστών της απόλυτης δουλείας. Οι δημαγωγοί, οι κόλακες του λαού, που έχει κουραστεί να παραπατάει σαν μεθυσμένος και ψάχνει τοίχο ν’ ακουμπήσει, κάνουν την εντυπωσιακή τους εμφάνιση. Τάζουν την θεραπεία, κι οι πολίτες που κουράστηκαν από τα εφηβικά σουλάτσα, τους πιστεύουν και από κυρίαρχοι της πολιτείας μετατρέπονται σε χειροκροτητές.
Έτσι προκύπτει ο ηγέτης μέσα από «τα σπλάχνα του λαού», ένας δημαγωγός, που θα επιδιώξει να γίνει ο εκπρόσωπός του αδικημένου λαού και ο σωτήρας τους. Και σε τούτη τη κρίσιμη στιγμή, λέει ο Πλάτων, είναι αναπόφευκτο και μοιραίο, αυτός ο άνθρωπος, αν δεν εξολοθρευτεί εγκαίρως από τους αντιπάλους του να γίνει τύραννος. Προκειμένου να ενδυναμώσει την εξουσία του, ο νέος αυτός λαοφιλής ηγέτης, στην αρχή (λέει ο Πλάτων) παρουσιάζεται ως θύμα! Ζητά την προστασία του λαού, επειδή τάχα κινδυνεύει η ζωή του (στην αρχαία Αθήνα ζητούσε από τη εκκλησία του Δήμου να του εξασφαλίσει οπλισμένους σωματοφύλακες, διότι τάχα κινδύνευε η ζωή του από τους πολιτικούς αντιπάλους. Ο Πεισίστρατος είχε μάλιστα αυτοτραυματιστεί για να γίνει πειστικός. Και τα κατάφερε!).
Ενώ λοιπόν, ο νέος λαϊκός ήρωας διαθέτει πλέον την προσωπική του ένοπλη φρουρά, η τυραννία αρχίζει να εγκαθίσταται, αν και ο κόσμος δεν το έχει καταλάβει ακόμα. Στην αρχή είναι προσηνής, φιλικός και χαμογελαστός με όλους. Μοιράζει υποσχέσεις, χαρίζει χρέη, αναδιανέμει τη γη υπέρ των φτωχών και όλοι πείθονται ότι πρόκειται για έναν πονόψυχο και δίκαιο άνθρωπο.
Αφού όμως θα έχει παραλάβει «καμμένη γη», κάπως πρέπει να βρει χρήματα. Σύντομα, συνεχίζει ο Πλάτων, θα στρέψει τον κόσμο εναντίον εκείνων που έχουν περιουσίες. Αυτοί όμως, οι έχοντες, οι πρώην παραγωγοί του πλούτου, όσοι προλάβουν, θα εξαφανιστούν από τον τόπο αυτόν και όσοι δεν προλάβουν θα εξολοθρευτούν ως αντιφρονούντες, εφόσον βέβαια αρνούνται να παραδώσουν την περιουσία που τους ανήκει. Όπως καταλαβαίνετε, η χώρα αυτή έχει πια οδηγηθεί σε οικονομική καταστροφή κι εμφύλιο πόλεμο.
Στη συνέχεια, ο Πλάτων εξετάζει και άλλα τερτίπια του τυραννικού καθεστώτος, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο και αυτό με τη σειρά του φθείρεται και παρακμάζει. Αλλά εμείς δεν είμαστε ακόμα εκεί και ας ευχηθούμε να μην φτάσουμε. Ή μάλλον, ας κάνουμε ό, τι μπορούμε να μην φτάσουμε. Ας μην αφήσουμε τα εφηβικά σύνδρομα της στρεβλής δημοκρατίας που δημιουργήσαμε να μας αφανίσουν. Η δημοκρατία είναι το πιο ιδιότροπο, το πιο δύσκολο πολίτευμα. Γιατί είναι το μόνο που χρειάζεται ενεργούς και σώφρονες πολίτες για να λειτουργήσει. Και είναι φιλάσθενο, καθώς η ελευθερία είναι γλυκιά και εύκολα μας παρασύρει στην υπερβολή που τελικά θα μας τη στερήσει.
Διαβάζω αυτό το απόσπασμα, στο τέλος του Η’ βιβλίου της Πολιτείας, κάθε φορά που νιώθω αυτόν τον ίλιγγο που προκαλεί μία δημοκρατία, η οποία δεν βρίσκει τα όριά της. Κι όταν οι πολλές πληροφορίες μου προκαλούν σύγχυση και δεν ξέρω κατά πού να στρέψω το κεφάλι, τραβάω την κουρτίνα της επικαιρότητας και αφήνω τον αρχαίο τούτο σοφό να μου υπενθυμίσει πως το δίκιο δεν μπορεί να βρίσκεται σε αυτούς που «χαρακτηρίζουν τη αιδώ ηλιθιότητα και την απωθούν με τρόπο εξευτελιστικό από την ψυχή. Αυτοί που αποκαλούν τη σωφροσύνη ανανδρία και την ξεριζώνουν με βία. Αυτοί που πείθουν τον κόσμο πως η αυτοσυγκράτηση και το πνεύμα οικονομίας είναι συμπεριφορά χωριάτη και τσιγκουνιά, και τα εξαφανίζουν πίσω από ένα πλήθος άχρηστες επιθυμίες».
Κι όταν συνέρχομαι από τον ίλιγγο, αφιερώνω λίγο χρόνο να συλλογιστώ πώς στην ευχή θα πάψουμε να αποτελούμε μία κοινωνία που «καθόλου δεν νοιάζεται να μάθει με τι είχε ασχοληθεί ετούτος που τώρα εισέρχεται στην πολιτική, αλλά τον εμπιστεύεται, αρκεί μόνο να δηλώσει πως είναι με το μέρος του λαού».
Κι αρχίζει πάλι ο ίλιγγος…
Από Σκεπτέον Εστί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου